ἄλετρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλετρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄλετρο τό, ἄριτρου Σάμ. ἔρατρε Τσακων. ἔρατσε Τσακων. ἄλοτρο Ἰκαρ. ἄλετρον Ἤπ. (Χιμάρ.)Ἰκαρ. Κύπρ. Κῶς Ρόδ. Τῆλ. Χίος (Καρδάμ.) κ. ἀ. — Λεξ. Λάουνδ. ἄλετρο Ἀμοργ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰκαρ. Ἰων. (Καράμπ.) Κύθν. Κῶς Μύκ. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σὐμ. Τῆλ. Τῆν. κ.ἀ. ἄλιτρου Λέσβ. κ.ἀ. ἄλατρον Κάρπ. ἄλατρο Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάλυμν. Κάρπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ. ἀ.) Σίφν. κ.ἀ. — ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 84 ἄλατρου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄλετρος ὁ. Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄροτρον, ἐν ᾧ τὸ ο ἐτράπη εἰς ε διὰ το ρ, ὁ δὲ τύπ. ἄρετρον ἔγινεν ἄλετρο τραπέντος τοῦ ρ εἰς λ κατ᾿ ἀνομ. Τὸ ἄλετρον καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1)Τὸ γεωργικὸν ἐργαλεῖον ἄροτρον σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων. : Ἐζέξασιν ᾿ς τ᾿ ἄλετρον τὸ ζευκάριν Κύπρ. Ἄλετρον ξύλενον – σιερέτινον (σιδηροῦν) αὐτόθ. Ἄνθρωπος μ᾿ ἕνα ἄλατρο ᾿ς τὸν ὦμο ὡδηγοῦσε ᾿ς τὸ χωριˬὸ τὸ μαῦρο καματερό του ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Κάμνω πέντε ἄλετρα τ᾿ ἀμπέλι (τὸ ὀργώνω πεντάκις) Κῶς || ᾎσμ. Καινούργιˬος ὁπ᾿ ὁ ἄλετρος, Σύρμω μαλαματένιˬα, καινούργιˬος ὁπ᾿ ὁ ἄλετρος, ἄξιˬο ᾿ταν τὸ ζευγάρι Ἤπ. 2) Τὸ ἔλυμα τοῦ ἀρότρου Σίφν. Συνών. ἀλετροπόδα, ἀλετροπόδι. Πβ. ἀλέτρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/