ἀλευράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλευράκι τό, κοιν. ἀλευράτσι Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀλεύρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άκι.
Σημασιολογία
1)Μικρὰ ποσότης ἀλεύρου κοιν. : ᾎσμ. Κουκκάκι ἀλευράκι, | κουκκάκι πιπεράκι, | κουκκάκι ἁλατάκι (ᾄδεται τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ὑπὸ παίδων περιερχομένων τὰς οἰκίας καὶ ζητούντων τὰ πράγματα ταῦτα, ἐκ τῶνὁποίων παρασκευάζουν τὰ κοράσια τὴν ἀρμυρόπιτταν) Κύθν. 2) Ὁ λευκὸς χνοῦς τοῦ ἐλελισφάκου Πελοπν. (Λακων.) 3) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς ἄλευρον περιεχόμενον εἰς πινάκιον ἐμπηγνύουν μικρὸν ἀνημμένον κηρίον, ἐπιχειροῦντες δὲ νὰ σβήσουν τοῦτο δι᾿ ἐμφυσήσεως γεμίζονται ἀπὸ ἄλευρον εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τὰ ἐνδύματα ἐνιαχ. Πβ. ἀλευρᾶς 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA