ἀλευριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλευριˬὰ ἡ, Θήρ. Θρᾴκ. Κέως Μεγίστ. Νάξ. (Κορων.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Ρόδ. Χηλ. κ. ἀ. — (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,160) — Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀλευρέα Κάρπ. ἀλευρὰ Κάρπ. ἀλευριγιˬὰ Δαρδαν. (Ὀφρύν. κ. ἀ.)ἀλιβριˬὰ Ἴμβρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. κ. ἀ. ἀλιβρὲ Λέσβ. ἀλευρία Ρόδ. — Λεξ. Λάουνδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀλευρέα καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀλεβραία) , τὸ δὲ ἀλευρὰ καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Πολτὸς ἐξ ἀλεύρου καὶ ὕδατος προστιθεμένης ἐνίοτε καὶ ζαχάρεως χρησιμοποιούμενος ὡς ρόφημα ἰδίᾳ τῶν παίδων πολλαχ. : Γνωμ. Ὁποὺ καῇ ᾿ς τὴν ἀλευριˬὰ φυσᾷ καὶ τὴ ξινογαλιˬὰ (ἐπὶ τοῦ παθόντος ἀπό τινος πράγματος καὶ προφυλαττομένου ἀπὸ ἑτέρου καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἀβλαβοῦς) Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἑ ἀλευριˬὰ καθούμενη τσιˬ ὁ χόντρος ἔμπα τσ᾿ ἔβγα (ἡ ἀλευριὰ χωνεύεται καὶ καθημένου τοῦ φαγόντος αὐτήν, ἐνῷ ὁ χόνδρος μὲ μικρὰν κίνησιν) Μεγίστ. Συνών. κουρκούτι, χυλός. 2) Πολτὸς ἐξ ἀλεύρου καὶ γλεύκους ἢ ἀλεύρου καὶ γάλακτος προστιθεμένου ἐνίοτε καὶ μέλιτος Δαρδαν. (Ὀφρύν. κ.ἀ.)Θρᾴκ Κάρπ. Λέσβ. — Λεξ. Λάουνδ. 3) Ἡ ἀραιὰ ζύμη, ἐκ τῆς ὁποίας παρασκευάζουν τηγανίτας καὶ λοιπὰ ἐδέσματα Θήρ. 4) Τὸ ἐξ ἀλεύρου, σκορόδων κττ. παρασκευαζόμενον καρύκευμα, φαγητῶν Μακεδ. 5) Γλύκυσμα παρεσκευασμένον ἐκ γλεύκους Ἴμβρ. Συνών. μουσταλευριˬά, μουστόπιττα. 6) Ἔδεσμα ἐκ σίτου χονδροκομμένου ἐνιαχ. Συνών. πλιγούρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/