ἀλευρικὸν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευρικὸν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλευρικὸν τό, Κῶς Ρόδ. Χίος κ. ἀ. — Λεξ. Πόππλετ. Λάουνδ. Περίδ. Βυζ. ἀλευρικὸ Μεγίστ. Παξ. Σέριφ. ἀλιβρικὸ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ικό. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἁλάτι - ἁλατικό, λᾴδι – λᾳδικό, πιπέρι – πιπερικὸ κττ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
ἁλατικό, λᾴδι – λᾳδικό, πιπέρι – πιπερικὸ κττ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. 1)Δοχεῖον ἀλεύρων Θρᾴκ (Μάδυτ.)2) Κελλίον μονῆς χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη ἀλεύρων Σέριφ. 3) Κόσκινον ἀλεύρων Ἴμβρ. Μεγίστ. Χίος — Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ. Συνών. ἀλευροκόσκινο. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 4) Πᾶν οἰκιακὸν ἄλευρον Κῶς. 5) Ἔδεσμα ἐξ ἀλεύρου Παξ. Ρόδ. — Λεξ. Λάουνδ. Πβ. ἀλευρε͜ιό, ἀλευροδόχη, ἀλευροθήκη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA