ἀλευροκυλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλευροκυλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλευροκυλῶ Κρήτ. (Σφακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι καὶ τοῦ ρ. κυλῶ.
Σημασιολογία
Ρίπτων τινὰ κατὰ γῆς κυλίω εἰς τὴν κόνιν : Μὴ μοῦ bαίνῃς ᾿ς τὴ μύτι, γιατὶ θὰ σ᾿ ἀλευροκυλήσω! — Δὲν ἀλευροκυλε͜ιοῦμαι ᾿γὼ ἐτσὰ εὔκολα! Συνών. ἀλευρογυρίζω 4, ἀλευροτανύζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA