ἀλευροπουλε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευροπουλε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλευροπουλε͜ιὸ τὸ, Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀλευροπώλης.

Σημασιολογία

Πρατήριον ἀλεύρων. Πβ. ἀλευροπάζαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/