ἀλευροσάκκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευροσάκκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλευροσάκκι τό, ἀμάρτ. ἀλευροσάκκ᾿ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)ἀλευροσάτ᾿ Πόντ. (Ὄφ.)ἀλιβρουσά᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ούσ. ἀλεύρι καὶ σακκί.

Σημασιολογία

Σάκκος πρὸς ἐναπόθεσιν ἀλεύρων ἔνθ᾿ ἀν. : Εὔταιρο ἔν᾿ τ᾿ ἀλευροσάτ’ Ὄφ. Ἀλιβρουσάκκιˬα ἀγανὰ Αἰτωλ. Συνών. ἀλευροτσούβαλο. Πβ. ἀλευροσακκούλλα, ἀλευροσάκκουλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/