ἀλευρόσπιτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευρόσπιτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλευρόσπιτο τό, Ἄθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεύρι καὶ σπίτι.

Σημασιολογία

1) Ἀποθήκη ἀλεύρων. Συνών. ἀλευρε͜ιό, ἀλευροθήκη 3. Πβ. ἀλ-ευράμπαρο, ἀλευροδόχη.2) Τόπος ὅπου κοσκινίζονται τὰ ἄλευρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/