ἀλευρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλευρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλευρώνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)ἀλευρών-νω Καλαβρ. (Μπόβ.)ἀλιβρώνου βόρ. ἰδιώμ. ᾿λευρώνω ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2220,642 ᾿λευρών-νω Ἀπουλ. (Καλημ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεύρι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ.1) Ἐπιπάσσω δι᾿ ἀλεύρου κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.)Καλαβρ. (Μπόβ.)Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀλευρώνω τοὺς κεφτέδες. Ἀλευρώνω τὰ ψάριˬα νὰ τὰ τηγανίσω κοιν. Ἐλεύρωσα τ᾿ ἀπάν-ι-μ᾿ (ἐρρύπανα δι᾿ ἀλεύρου τὰ ἐνδύματά μου)Χαλδ. κ. ἀ. Πῆγα ᾿ς τοὺ μύλου κιˬ ἀλιβρώθ᾿κα Μακεδ. (Χαλκιδ.)Ἐλευρώθανε τὰ μανίτα μ᾿ (μανίκια μου)Ὄφ. Ἀλευρωμένο σατὶ αὐτόθ. || Φρ. Πῆγες ᾿ς τὸ μύλο καὶ ἀλευρώθηκες (λέγεται μὲ χαριεντισμὸν πρὸς τὸν γηράσαντα)Λεξ. Περίδ. || Παροιμ. Ὁ ποντικὸς κιˬ ἂν ᾿λευρωθῇ, ὁ γάττος τὸν γνωρίζει (ἐπὶ πανούργου γνωριζομένου ἐξ ὄψεως)ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾿ ἀν. ᾿Σ σ᾿ ὁσπίτ᾿ν ἀτ᾿ πεντικός ᾿κ᾿ λευροῦται (εἰς τὸ σπίτι του ποντικὸς δὲν ἀλευρώνεται. Ἐπὶ τοῦ στερουμένου τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων. Τὸ ᾿κ᾿ λευροῦται ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀλευροῦται)Τραπ. Χαλδ. || ᾌσμ. Ἄσπρη γυναῖκα μὴ πάρῃς, σακκὶν ἀλευρωμένο (σκωπτικὸν)Ρόδ. Ἔπαρ᾿με, κόρη, ἔπαρ᾿ με, βαρέα γέρως ᾿κ᾿ εἶμαι, ᾿ς σὴ χαμαιλέτεν ἔμεινα, τὰ γέν μ᾿ ἐλευρῶθαν (πᾶρέ με, κόρη, πᾶρέ με, πολὺ γέρων δὲν εἶμαι, εἰς τὸν μύλον ἔμεινα, τὰ γένεια μου ἀλευρώθησαν)Χαλδ. 2) Κατ᾿ ἐπέκτασιν, ἐπιπάσσω διὰ χώματος, κονίζω, μάλιστα ἐν τῇ μετοχ. ἀλευρωμένος Χίος. 3) Ἐπιπάσσω διὰ κόκκων σίτου Σάμ. 4) Κόπτω, ἀλέθω καλῶς τὴν πρὸς ἄλεσιν ριπτομένην κριθήν. ἐπὶ τοῦ μύλου Κρήτ. : Ἀλευρώνει ὁ μύλος. 5) Ἀμτβ. διαλύομαι ἐν εἴδει ἀλεύρου, ἐπὶ χώματος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ χουράφ᾿ γιˬὰ νὰ καμώνιτι καλὰ δὲν πρέπ᾿ νά ᾿νι βαρύ, νά ᾿᾿ πουλὺ νιρὸ μέσα, πρέπ᾿ ν᾿ ἀλιβρώ᾿ κὶ τότι ἀλαφρουκαμώνιτι (νὰ καμώνιτι = νὰ καλλιεργῆται) . Ἅμα τοὺ χοῦμα ἀλιβρώ᾿, τότι τοὺ σ᾿τάρ᾿ π᾿ τυχαί᾿ αὐτόθ. Β) Μεταφ. 1) Ἡ μετοχ. ἀλευρωμένος, ὁ μετρίως πεπαιδευμένος (ἡ σημ. σκωπτικὴ)Πελοπν. (Λακων.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)Κορ. Ἄτ. 2,29 — Λεξ. Περίδ. 2) Παθ. συμμετέχω ὠφελείας τινός, κέρδους Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀλιβρώθ᾿κι κιˬ αὐτός. Πβ. ἀλευρογυρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/