ἀλιβερdίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιβερdίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλιβερdίζω πολλαχ. ἀλιβερδίζω Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων.) ἀλ᾿βερdίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀλιβιρdίζου Ἴμβρ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. alivermek.
Σημασιολογία
1) Ἀγοράζω τι δι ᾿ἄλλον, προμηθεύω πολλαχ. : Φρ. Θὰ σοῦ ἀλιβερdίσω ξυλεˬὲς (θὰ γίνω αἴτιος νὰ δαρῇς) Κρήτ. 2) Παρέχω τι εὔωνον, εὐθηνὸν Ἴμβρ. Σαμοθρ. 3) Δωροῦμαί τι Ἴμβρ. 4) Ὑπεξαιρῶ τι Ἰκαρ. 5) Ἔχω τι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA