ἀλικόντισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλικόντισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλικόντισι ἡ, Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Χίος ἀλικόdισι Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλικοντίζω.

Σημασιολογία

1) Κώλυμα, ἐμπόδιον ἔνθ᾿ ἀν. : Ἄργηκα, γιˬεdὰ μοῦ ᾿ρθε μιˬὰ ἀλικόdισι Μέγαρ. || Φρ. Πήγαινε ᾿ς τὸν πατέρα σου καὶ φέρε με πέντε παράδων ἀλικόντισι (οὕτω λέγουν ἀπατηλῶς αἱ μητέρες πρὸς τὰ παιδία των, ὅταν θέλουν νὰ τὰ κρατήσῃ ὁ πατὴρ πλησίον του διὰ νὰ μὴ τὰς ἀπασχολοῦν ἀπὸ τὰς οἰκιακάς των ἐργασίας. Συνών. φρ. πήγαινε νὰ μοῦ φέρῃς τὸν κρατήχτη) Χίος || ᾎσμ. Σὲ πάντεχα ᾿ς τὰ τρίμερα, ᾿ς τὰ ᾿νεˬάμερα δὲν ἦρκες, ἦρκαν καὶ τὰ σαράντα σου, εἶντ᾿ ἀλικόντις᾿ εἶχες ; Κάτω Παναγ. Συνών. ἀλικόντι, ἀλικόντιˬα, ἀλικόντισμα. 2) Βραδύτης, καθυστέρησις Μέγαρ.: Δὲ bόρεκα νὰ ξηγήσω τὴν ἀλικόdισί του Μέγαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/