ἄλικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄλικος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κοτύωρ. κ. ἀ.) ἄ᾿κους Λέσβ. Μακεδ. (Σιάτ.) Σάμ. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. al (ἐρυθρὸς) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ζωηρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα, βαθὺς ἐρυθρός, κατακόκκινος πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κοτύωρ. κ. ἀ.) : Ἄλικο αἷμα - παννὶ -τριαντάφυλλο – φουστάνι πολλαχ. || Φρ. Ἐντύθηκε ᾿ς τ᾿ ἄλικα (ἐφόρεσεν ἐνδύματα μὲ κτυπητὰ χρώματα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. ἀλἐνιˬος ἀλί. 2) Ὁ ἔχων ἀνοικτὸν ἐρυθρὸν χρῶμα, ὑπέρυθρος ἐνιαχ.: Ἄλ᾿κου φέσ᾿ Σάμ. || Ἆισμ. Ἀπὸ τὴν τρυφεράδα σου τὰ ρόδ᾿ ἂς πάρουν χρῶμα γιὰ νὰ γενοῦν πεˬὸ ἄλικα καὶ πεˬὸ δροσᾶτ᾿ ἀκόμ᾿ Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/