ἀλικουρτέα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλικουρτέα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλικουρτέα ἡ, Πόντ. (Κερασ.) ἀλικουρτέγιˬα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Τὸ ζῳόφυτον ἀλκυόνιον (Διοσκορ. 5,135), εἴδη τοῦ γένους τῶν ἀλκυοναρίων (alcyonaria) τῆς τάξεως τῶν ἀνθοζῴων (anthozoa). Συνών. βυζὶ τῆς θάλασσας (ἰδ. βυζί) , θαλασσομάννα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA