ἀλιντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλιντίζω ἐνιαχ. ἀλιdίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Οἰν.) Μέσ. ἀλιντίζομαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. alinmak=θίγομαι, πειράζομαι.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Παραφέρομαι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) : Ἀλίντισε πάλε. 2) Ὀργῶ πρὸς συνουσίαν, ἐπὶ ζῴου Πελοπν. (Οἰν.) Β) Μέσ. 1) Σκιρτῶ, ἐπὶ μικροῦ παιδίου Κύπρ. : Τὸ μωρὸν ἀλιντίζεται. 2) Ὀργῶ πρός τι, εἶμαι ἕτοιμος, πρόθυμος νὰ πράξω τι, μάλιστα κακὸν Κύπρ. : Μὲν ἀλιντίζεσαι! (μὴ ἑτοιμάζεσαι νὰ φιλονικήσῃς κττ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA