ἀλιˬορεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλιˬορεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλιˬορεύω Θρᾴκ. ἀνιˬορεύω Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλιˬορίζω κατὰ τὰ εἰς –εύω λήγοντα ρήματα.
Σημασιολογία
Ἔρχομαι βραδύτερον διὰ νὰ ἴδω τινά, τὸν ὁποῖον κατὰ τὴν προτέραν μου ἐπίσκεψιν δὲν εἶδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA