ἀλιˬορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλιˬορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλιˬορίζω, ἡλιˬορίζω Χίος ἀλιˬορίζω Πελοπν. (Λακων. Μάν.)᾿λιˬορίζω Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπυρανθ.) ᾿λιˬουρίζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. ἥλιˬος καὶ ἀγνώστου β᾿ συνθετ.

Σημασιολογία

1) Ἀνατέλλω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : ᾿Λιˬορίζει, ὥρα ᾿ναι νὰ φύῃς Ἀπύρανθ. Στεκάστε μιˬὰ στιμῆς νὰ ᾿λιορίσῃ, νὰ ζεσταθῇ ἡ μέρα, γιˬατὶ εἶναι κρύο αὐτόθ. ᾿Λιˬορισμένα ᾿ναι μόνου σήκω αὐτόθ. β) Ὑψοῦμαι, ἀνέρχομαι εἰς τὸν ὁρίζοντα, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Ὅσο ᾿λιˬορίζει (ἐνν. ὁ ἥλιος) Κύθηρ. γ) Γίνομαι ὁρατὸς διὰ μέσου τῶν νεφῶν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Κύθηρ. δ) Κατὰ γ᾿ πρόσ., ἐπέρχεται νηνεμία, εὐδία, καλοκαιρία Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Εἴχαμι βαρὺ ᾿μῶνα τούτις τ᾿ς μέρις, τώρᾳ ᾿λιˬόρ᾿ σι. Ἅμα δὲ ᾿λιˬουρίσ᾿ οὑ κιρός, ποῦ νὰ πάς ταξίδ᾿ !2)Βραδύνω , ἀργοπορῶ (ἐκ τῆς σημ. τοῦ πρᾶττειν τι κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου)Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἀλιˬορίσαμε νὰ πάμε ᾿ς τὸ χωράφι Μάν. || ᾎσμ. Ἐμεῖς κιˬ ἂν ἀλιˬορίσαμε, καλὸ κυνήγι πάμε, κουρσέψαμε μιˬὰ γειτονιˬὰ καὶ πήραμε μιˬὰ κόρη Μάν. 3) Ἐκτίθεμαι εἰς τὸν ἥλιον, θερμαίνομαι Χίος Συνών. ἡλιˬάζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/