ἀλισιβερίσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλισιβερίσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλισιβερίσι τό, ἀλίβερίι Καππ. ἀλισβερίσι πολλαχ. ἀλιβερί᾿ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀλισβιρίσ᾿ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Μεγίστ. ἀλισβαρίσ᾿ Ἤπ. ἀλισιβερίσι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) ἀλίχι-βερίσι Κρήτ. ἀλουβερί᾿ Πόντ. (Κοτύωρ. κ. ἀ.) ᾿λισβιρίσ᾿ Θεσσ. (Καρδίτσ.) ᾿λισιβερίσι Ζάκ. Κεφαλλ. (καὶ ἀλισιβερίσι) ἀλισφερίσι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀλισφερίσ᾿ Τῆν. ἀλεσφερίσι Θρᾴκ (Σηλυβρ.) ἀλεσφερίσ᾿ Προπ. (Κύζ.) ἀισφερίσι Βιθυν. (Κατιρ.) ἀλισοβέρσο Κρήτ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) κ. ἀ. ἀλισιβέρισι ἡ, Πελοπν. (Ἀδρίτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aliş veriş.
Σημασιολογία
1) Δοσοληψία, συναλλαγή, ἐμπορικὴ σχέσις κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ. ἀ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἔχομενε ἀλισιβερίσι μαζὶ Κρήτ. Δὲ γίνεται ἀλισιβερίσι ᾿ς τὴ bιˬάτσα (ἀγορὰν) Ἰθάκ. Ἔ᾿ ἀλισβιρίσ᾿ αὐτεῖνου τοὺ μαγαζὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Μὲ τὸ δικό σου φάγε, πιˬὲ κιˬ άλισιβερίσι μὴν κάνῃς (αἱ μεταξὺ φίλων καὶ συγγενῶν ἐμπορικαὶ σχέσεις προξενοῦν διὰ λόγους συμφέροντος φιλονικίας, αἱ ὁποῖαι διακόπτουν τὰς ἀγαθὰς σχέσεις) πολλαχ. Μὲ τὸ συενό σ᾿ φά καὶ πία κιˬ ἀλιβερί᾿ μ᾿ εὐτάς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χαλδ. Συνών. ἀλισιβέρισμα, νταραβέρι. 2) Σχέσις ἐρωτικὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ἔχ᾿ ν ἀλισβιρίσια αὐτείν᾿ ἡ τσιˬούπα μ᾿ αὐτὸ τοὺ πιδί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA