ἁλίσπαρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλίσπαρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁλίσπαρτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ᾿λίσπαρτος Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἁλίσπαρτος = ἡ γῆ ἡ ὑπὸ τῶν πολεμίων δῃωθεῖσα καὶ εἶτα δι᾿ ἅλατος πρὸς ἐντελῆ ἀφανισμὸν σπαρεῖσα. Ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἡμερολ. Μ.Ἑλλάδ. 1927 σ. 237.

Σημασιολογία

Ὁ οἱονεὶ δι᾿ ἅλατος σπαρεὶς πρὸς πλήρη ἀφανισμόν : Φρ. Νέτον ᾿λίσπαρτο (ἔγινε ἁλ., ἐντελῶς κατεστράφη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/