ἀλκόβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλκόβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλκόβα ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)ἀρκόβα Ζάκ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἰταλ. alcova=μυχὸς κοιτῶνος, ἔνθα τίθεται κλίνη.
Σημασιολογία
Μέρος τοῦ δωματίου, τὸ ὁποῖον χωρίζεται διὰ παραπετάσματος καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἀναρτοῦν ἐνδύματα ἢ θέτουν κλίνην.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA