ἀλλαγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλλαγὴ ἡ, σύνηθ. ἀλλαὴ Ἤπ. (Ἄρτ. κ. ἀ.) Κύπρ. Κῶς Μακεδ. (Χαλκιδ.)Νίσυρ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Πόντ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.) Σύμ. Σῦρ. ἀρλαὴ Στερελλ.(Πλάτ.)ἀλλαγωγὴ Κρήτ. Χίος ἀλλαγωὴ Κρήτ. ἀλλαωὴ Κύπρ. ἀλλαγιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ. καὶ ἀλλαγή). Πληθ. ἀλλαάδες Κύπρ. ἀλλαάες Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀλλαγή. Διὰ τὸν τύπ. ἀλλαγωγὴ κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ ἀγωγὴ πβ. ΙΒογιατζίδ. Ἀμοργ. 76. Τὸ ἀλλαγιˬὰ ἐκ τοῦ πληθ. ἀλλαγές.

Σημασιολογία

1) Μεταβολή, συνήθως ἐπὶ τοῦ τόπου ἔνθα τις διαμένει, ἐπὶ τοῦ καιροῦ, ἐπὶ τῆς σελήνης σύνηθ. : Πρέπει νὰ κάμῃς ἀλλαγὴ διὰ νὰ σοῦ περάσῃ ἡ στεναχώρια. Ἡ ἀλλαγὴ πολὺ θὰ σεὠφελήσῃ. Ἀλλαγὴ τοῦ καιροῦ. Ἀλλαγὴ τοῦ φεγγαριˬοῦ (ἡ τροπὴ τοῦ μηνὸς) σύνηθ. 2) Μεταβολὴ διευθύνσεως τῶν ζῴων κατὰ τὴν ἀροτρίασιν, στροφὴ Σῦρ. : Ἀλλαή ! (ἐπιφωνηματικὸν πρόσταγμα τῶν γεωργῶν ἀπευθυνόμενον πρὸς τοὺς ἀροτῆρας βοῦς διὰ νὰ κάμουν στροφήν.) 3) Ἀνταλλαγὴ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Κάνομε αλλαγή ; σύνηθ. Ἀλλαγὴν ἐποίκαμε (ἐκάμαμεν) Κερασ. Νὰ κάμωμεν ἀλλαγωγὴ Χίος. 4) Ἀντικατάστασις, ἐπὶ ἐργαζομένων βοῶν Μακεδ. (Χαλκιδ.) : Ἔκαμα μνιˬὰ ἀλλαὴ-δυˬὸ ἀλλαές. 5) Ὁλόκληρος ἐνδυμασία (διότι ἡ μία ἐνδυμασία ἀντικαθιστᾷ τὴν ἄλλην. Πβ. Δουκ. ἐν λ. ἀλλαγὴ καὶ Κορ. Ἄτ. 1,51) Θρᾴκ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Μακεδ. Σύμ. κ. ἀ. : Πο͜ιὸς ἔχει μετάξι νὰ μοῦ πουλήσῃ νὰ ρἀψῃ τὸ βασιλιˬόπουλλο τσ᾿ ἀρραβωνιˬαστικῆς του τὴν ἀλλαγωγή ; (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. Κάθε δκυˬὸ τρεῖς μῆνες παν-νίζει ταὶ μιˬὰν ἀλλαὴν ροῦχα (παν-νίζω=φορῶ διὰ πρώτην φορὰν ἐνδυμασίαν)Κύπρ. || ᾌσμ. Ἐφόρησεν τὴν ἀλλαὴν τ᾿ ἐζώστην τὸ ζωνάριν, π-πηᾷ τ᾿ ἐκαβαλ-λίτεψεν τὸ γἐρημον ἀπ-πάριν αὐτόθ. Ἐπῆεν ταὶ ἀγόρασεν ᾿κόμα τσὶ ἀλλαάδες, ἦταν ὅμως ᾿ποὺ τὲς καλὲς μὲ ἀκριβοὺς παρᾶδες αὐτόθ. Συνών. κοστούμι. β)Ἡ ἱερατικὴ ἐνδυμασία καὶ δὴ τὸ φαιλόνιον τοῦ ἱερέως Θρᾷκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ.Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. κ. ἀ.) Πόντ. Σκῦρ. Σύμ. κ. ἀ. : Ὁ παππᾶς μίλησε μὲ τὴν ἀλλαή του, ὅταν ἀφώριζε Λακων. Σήμερον ὁ παππᾶς φορεῖ τὴν καλή τ᾿ τὴν ἀλλαγὴ Θρᾴκ. Μοναχικὴ ἀλλαὴ (ἐξαίρετος κτλ.) Σύμ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 6) Ἱππικὴ συσκευή, τὰ πρὸς ἱππασίαν χρήσιμα Κύπρ. : Ἔγραψα ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος νὰ μοῦ κάμουσιν μίαν ἀλλαὴν γιˬὰ τὸν ἄπ-παρόν μου. 7) Ἐν τῇ παιδιᾷ γουρούνα ὀπὴ χρησιμεύουσα ὡς κατοικία τῆς γουρούνας (ἴσως διότι γίνεται ἀνταλλαγὴ τῶν ὀπῶν τῶν παικτῶν διδομένου τοῦ συνθήματος ἀλλαγή!)Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄρτ. Ναύπακτ.)κ. ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλλαγὴ Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἀλλαὴ Καππ. (Σίλατ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Πληθ. Ἀλλαγὲς Στερελλ. (Εὐρυτ.) Πβ. ἄλλαξι, ἄλλαξιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/