ἀλλάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλάζω, ἀλλάσσω πολλαχ. ἀλλάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀλλάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀλλάσσου πολλαχ. καὶ Τσακων. ἀλ-λάσ-σω Χίος (Πυργ.) ἀλλάτσω Σίφν. Κίμωλ. (καὶ ἀλλάζω) ἀλλάγω Ἰκαρ. ἀλλάχνω ΔΣολωμ. 74 ἀλλάν-νω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀάσσω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀάζω Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) ἀάφσω Ἀπουλ. ἀλλάβ-βω Καλαβρ. (Καρδ.) ἀλλάβ-βου Καλαβρ. (Καρδ.) ἄσσου Τσακων. ἐλλάσσω Ρόδ. ἀλτάντζω Ἀστυπ. ἀάζω Βιθυν. ἄζω Καππ. (Φάρασ.) ᾿λάσσω Ἀπουλ. (Καλημ.) ᾿λ-λάσσω Ρόδ. Σύμ. ᾿λάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿άφσω Ἀπουλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀλλάσσω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τὸ ἐν Λοκρικῇ ἐπιγραφῇ τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνος ἀλλάζω. Πβ. Ἀρχαιολ. Ἐφημ. 1924, 125. Τὸ ἀλλάγω καὶ ἐν Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 1383 (ἔκδ. ΣΛάμπρου σ. 168) . Τὸ ἀλλάγω καὶ παρὰ Πορτ. Περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν τύπ. ἀλλάζω, ἀλλάγω καὶ ἀλλάχνω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,280, 282 καὶ 291. Ὁ τύπ. ἄζω ἐκ συγχωνεύσεως τῶν δύο α μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ λ. Πβ. RDawkins Modern Greek in Asia Minor 156. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ δευτέρου λ εἰς τὸ ἀλτάντζω τῆς Ἀστυπ. πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι ἄλλος - ἄλτος, πουλλὶ - πουλτί, σκύλλος – σκύλτος κττ. Πβ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 29.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Μεταβάλλω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἀλλάζω θέσι – τόπο – σπίτι κττ. Ἀλλάζω ἀέρα- κλῖμα. Ἀλλάζω φορεσιˬὰ - χρῶμα κττ. Ἀλλάζω ὄνομα – φαει̑ - φωνὴ κττ. Ἀλλάζω τὰ λόγιˬα μου – γνώμη - ἰδέα (μεταβάλλω τὰς σκέψεις μου). Ἀλλάζω ζωὴ (τρόπον τῆς ζωῆς). Ἀλλάζω τὸ γράψιμό μου (τὸν χαρακτῆρα τῆς γραφῆς) κοιν. Ἀλλάζω τὸ ζῷο (βραχυλογ., ἤτοι τὴν θέσιν τοῦ ζῴου μεταφέρων αὐτὸ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον) Εὔβ. Κρήτ. κ. ἀ. Ἀλλάσσω τὰ ὀζὰ (κάμνω τὰ ζῷα νὰ ἀλλάξουν κατεύθυνσιν) Κρήτ. || Φρ. Ἀλλάζω χρῶμα (ἐρυθριῶ ἐξ αἰσχύνης. Πβ. Εὐριπ. Φοίν. 1246 «χρῶμά τ᾿ οὐκ ἠλαξάτην» ἐνν. ἐκ δειλίας) πολλαχ. Ἀλλάζω σύνορο (φεύγω μακρὰν) Πελοπν. (Καλάβρυτ.)Ἀλλάζω τὸ πρόσωπο μ᾿ (γίνομαι σκυθρωπὸς) Ὄφ || Παροιμ. φρ. Ἀλλάζω τὸ φύλλο (μεταβάλλω διαγωγήν, συμπεριφοράν). Τοῦ ἄλλαξα τὴν πίστι – τὸ Χριστὸ - τὴν Παναγία – τὸν ἀντίθεο – τὸν ἀδόξαστο – τὸ νόμο (τὸν ἐβασάνισα πολύ. Ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ βιαίου ἐξαναγκασμοῦ τῶν Χριστιανῶν εἰς παλαιοτέρους χρόνους πρὸς ἐξωμοσίαν) σύνηθ. Τοῦ ἄλλαξα τὸ γάιδαρο – τὰ καντήλιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. Τοῦ ἄλλαξα τοὺν ἡγούμινου ᾿ς τοὺ ξύλου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀλλαζω τὸ φὐλλον (ἐξισλαμίζομαι) Κερασ. || Γνωμ. Ὁ κακὸς δὲν ἀλλάζει τὴ φύσι του εὔκολα (πβ. ἀρχ. «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ρᾴδιον»). 2) Ἀνταλλάσσω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἄλλαξαν τὰ καπέλλα τους – τοὶς ὀμπρέλλες τους – τὰ ρολόγιˬα τους κοιν. Ἄλλαξαν δαχτυλίδια (ἐπὶ ἀρραβωνισθέντων). Ἀλλάζω χρήματα (ἀνταλλάσσω νόμισμα μεγάλης ἀξίας διὰ νπμισμάτων μικροτέρων ἴση ἀξίας ἐν τῷ συνόλῳ). Ἔχω ἀλλαμένα (χρήματα ψιλὰ) σύνηθ. Ἄλλαξα τὴν μούλαν μου μ᾿ ἕνα γάδαρον Κύπρ. Μὲ κἀνέναν δὲν εἶχε ἀλλάξει κακὸ λόγο Ἤπ. Αὐτεῖνοι πουτὲ δὲν ἄλλαξαν κ᾿βέντα (δὲν ἐφιλονίκησαν) Αἰτωλ. Ἀλλάξανι ματιˬὲς Θρᾴκ. (Αἶν.) Οἱ νεράιδες ἀλλάξανε τὸ παιδὶ (ἀντήλλαξαν τὸ παιδίον δι᾿ ἄλλου ἰδικοῦ των ἀσθενικοῦ ὄντος. Ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Μάν.) Τὸ μωρὸν ἔν᾿ ἀλλαμένον ᾿ποὺ τὲς ἀνεράδες Κύπρ. Εἶναι πολὺ ἀδύναμος, σὰν ἀλλαμένος εἶναι Ἀμοργ. Ἐλλάξασί σε, καμένο, τὰ ᾿ξωτικά ! Νάξ. (Ἀπύρανθ.)|| Φρ. ᾿Σ σὸ κοτσοδάχτυλο μ᾿ ᾿κ᾿ λλάζω σε! (δὲν σὲ ἀνταλλάσσω μὲ τὸν μικρόν μου δάκτυλον, ἤτοι δὲν σὲ νομίζω ἄξιον οὐδενός! Τὸ ’κ’ λλάζω ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀλλάζω) Κερασ. Χαλδ. 3) Ἀντικαθιστῶ τι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἀλλάζω τοὺς ἀργάτες – τοὺς ὑπηρέτες. Ἀλλάζω τὴ φρουρά. Τὸ παιδὶ ἀλλάζει δόντιˬα. Τὰ πουλλιˬὰ ἀλλάζουν τὰ φτερά των. Τὰ φίδιˬα ἀλλάζουν τὸ δέρμα κάθε χρόνο. Τὸ ζῷο ἀλλάζει τὸ μαλλί του κοιν. Ἀλλάζω τὴν πληγὴ (βραχυλ., ἤτοι ἀντικαθιστῶ τόν παλαιὸν ἐπίδεσμον τῆς πληγῆς μὲ ἕτερον νέον) σύνηθ. Θρᾴκ. || Γνωμ. Ὁ λύκος κιˬ ἂν ἐγέρασε κιˬ ἄλλαξε τὸ μαλλὶ του, μηδὲ τὴ γνῶσι τ᾿ ἄλλαξε μηδὲ τὴν κεφαλή του (δὲν μεταβάλλεται ἡ πονηρὰ φύσις διὰ τοῦ χρόνου. Πβ. τὸ μεσν. «ὁ λύκος τὴν τρίχα ἀλλάσει, τὴν δὲ γνώμην οὐκ ἀλλάσει». Ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,7) πολλαχ. β) Ἀντικαθιστῶ τὰ παλαιὰ ἢ ρυπαρὰ ἐνδύματα διὰ νέων ἢ καθαρῶν ἢ ἑορτασίμων, μετὰ ἢ ἂνευ ἀντικειμένου κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ἀλλάζω ροῦχα - ἐσώρρουχα κοιν. Ἀλλάζω τὸ παιδὶ (βραχυλ. ἀντὶ τὰ φορέματα τοῦ παιδιοῦ, ἤτοι ἐνδύω τὸ παιδὶ καθαρὰ ἢ καινουργῆ ἐνδύματα) σύνηθ. Ἀλλάζω τὰ λώματα μ᾿ Κερασ. Σήμερα δὲν ἔλλαξες (δὲν ἐφόρεσες τὰ ἑορτινὰ σου)Σαρεκκλ. Εἶσαι ὥρα͜͜ια, μότ – τι ᾿λλάσει (εἶσαι ὡραία, ὅταν βάλῃς τὰ ἑορτάσιμα) Καλημέρ. Γούλ᾿ μέρα ἀλλασμένος περπατεῖ Βιθυν. || Φρ. Πάει κιˬ αὐτὸς μὲ τοὺς ἀλλαμένους (εἰρων. ἐπὶ ἀνικάνου θέλοντος νὰ ἐπιδεικνύεται ὡς ἱκανὸς)αὐτόθ. Ἐλλάξαν τονε (τὸν ἐνέδυσαν τὰ νεκρικὰ) Κρήτ. || Παροιμ. Ἄλλαξεν ὁ Μανολιˬὸς | κ᾿ ἔβαλε τὰ ροῦχά του ἀλλεˬῶς (ἐπὶ τοῦ μένοντος ἀμεταβλήτου καὶ ὑπὸ τὰ ἐξωτερικὰ προσχήματα περὶ ἐσωτερικῆς μεταβολῆς)πολλαχ. || ᾎσμ. Ἀάζουνε τὴ νεˬόνυμφη καὶ βάνουν τὰ χρυσᾶ της, τήν καμαρών᾿ ἡ μάννα της καὶ τὰ πεθερικά της (ἀάζουνε τὴ νεˬόνυμφη=ἀλλάζουν τὰ ροῦχα τῆς νεˬόνυφης) Βιθυν. γ) Ἐνδύομαι τὴν λειτουργικὴν ἐσθῆτα, ἐπὶ τοῦ ἱερέως Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ὁ ποππᾶς ἀλλαγμένος ἔν᾿ Κερασ. Χαλδ. || Φρ. Νὰ σὲ δοῦν οἱ παππάες οἱ ἀλλαμένοι (ἀρά, εἴθε νὰ ἀποθάνῃς, διὰ νὰ σὲ θάψουν οἱ ἱερεῖς ἐνδεδυμένοι τὰ λειτουργικὰ ἄμφια) Κύπρ. Β) Ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσν. 1) Γίνομαι ἄλλος ἀφ᾿ ὅτι εἶμαι, ἀλλοιοῦμαι, μεταβάλλομαι, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων κοιν. : Ἄλλαξε ὁ δεῖνα (ἔγινεν ἀγνώριστος ἐκ μεταβολῆς τῆς μορφῆς του). Ἄλλαξε ὁ δεῖνα, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ξέραμε (ὑπέστη ἠθικὴν μεταβολήν, μετεβλήθησαν οἱ τρόποι, ἡ συμπεριφορά του). Ἄλλαξε τὸ πρόσωπό μου - ἡ ὄψι μου. Ἄλλαξε τὸ χρῶμα του. Ἄλλαξε ὁ καιρὸς (μετεβλήθη ἡ ἀτμοσφαιρικὴ κατάστασις). Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ (μεταβλήθησαν οἱ χρόνοι, αἱ περιστάσεις). Ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Ἄλλαξε ἡ γνώμη του. Δὲν ἀλλάζει τὸ κεφάλι του (δὲν μεταβάλλεται ὁ τρόπος τῆς σκέψεώς του) κοιν. Ἀνεγνώριστος ᾿ ίνηκε, ἐλλάξαν τὰ συgόμμιιˬα dου (συgόμιˬα=χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐλλάεν ὁ καιρὸν (μετεβλήθη ὁ καιρὸς)Χαλδ. Τὸ ἰδίωμ᾿ ἀτου ᾿κ᾿ λλάγεται (ὁ χαρακτήρ του δὲν μεταβάλλεται. τὸ ᾿κ᾿ λλάεται ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀλλάεται) Κερασ. || Ποίημ. Τὸ φαγεῖ καὶ τὸ πιˬοτὸ | σὲ φαρμάκι δὲν ἀλλάχνει νὰ τοὺς φάῃ τὸ σωθικό; ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν. 2) Μεταβάλλω διεύθυνσιν, ἐπὶ τῶν ζῴων Κρήτ. : Τὰ ὀζὰ ἀλλάζουν. 3) Ἀντικαθίσταμαι κοιν. : Τὰ δόντιˬα – τὰ νύχιˬα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλάζουν. Τὸ μαλλὶ ἀλλάζει. 4)Ἀπροσ. διαφέρει σύνηθ. : Τὸ πρᾶγμα ἀλλάζει (ἡ περίστασις εἶναι διάφορος) σύνηθ. Αὐτὸ ἀλλάσσει Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/