ἀλλαξανὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξανὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλαξανὰ ἐπίρρ. Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ ἐπιρρ. ξανά.
Σημασιολογία
Ἄλλην φοράν, δευτέραν φοράν, πάλιν : Μὲν μὲ δέρῃς ταὶ ἀλλαξανὰ ᾿ὲν τὸ κάμνω! (μὲν = μὴ) || ᾎσμ. Ἀντάμωσά της τ᾿ εἶπεν μου, ἀλλοῦ προξένε͜ια πέμπεις τιˬ ἀλλαξανὰ πῶς μ᾿ ἀγαπᾷς καρτίν μου ἐμὲν νὰ μέν ᾿πῃς (ἐνώπιόν μου νὰ μὴν τὸ εἴπῃς) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA