ἄλλαξι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλλαξι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄλλαξι ἡ, Θήρ. κ. ἀ. — Λεξ. Βλαστ. ἄλλαξ᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἄλλαξις.
Σημασιολογία
1) Ἀλλαγή, ἀνταλλαγὴ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.): Πῆγαν ᾿ς τ᾿ν ἄλλαξ᾿ (ἐπὶ τῶν μεταβαινόντων ἀλλαχοῦ πρὸς ἀνταλλαγὴν ἐμπορευμάτων, οἷον πίθων, σανίδων κττ. διὰ σίτου) Αἶν. 2) Ἐνδυμασία πρὸς ἀλλαγὴν ἄλλης Θήρ. : Μιˬὰ ἄλλαξι ροῦχα παίρνω μοναχὰ μαζί μου. Πβ. ἀλλαγή, ἀλλαξιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA