ἀλλαξιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλλαξιˬὰ ἡ, ἀλλαξία Ζάκ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)ἀλλαξίιˬα Πόντ. (Κερασ.)ἀλλαξιˬὰ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ἀλλαξὰ Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) Σκῦρ. ἀλλαιˬὰ Κύπρ. ἀλλαὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ. ἀ. ἀξιˬὰ Τσακων. ἀλλαξέα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.)ἀλλασσιˬὰ Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Τὸ ἀλλαξὰ καὶ παρὰ Βλάχ. Διὰ τὸν τύπ. τῆς Τσακων. ἀξιˬὰ πβ. τὸ αὐτόθι ἄσσου ἐκ τοῦ ἀλλάσσου. Τὸ ἀλλασιˬὰ κατ᾿ ἐπίδρασιν πιθανῶς τοῦ ἀλλάσσω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀλλάζω.
Σημασιολογία
1) Μεταβολὴ διευθύνσεως, συνήθως ἐπὶ ζῴων κατὰ τὴν ἀροτρίασιν Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ.) 2) Ἀνταλλαγή, συνήθως μετὰ τοῦ ρ. κάνω κοιν. : Κάνομε ἀλλαξιˬὰ τὰ ρολόγια μας κοιν. Ἐποίκαμεν ἀλλαξίαν Οἰν. Ἔλ᾿ ἂς εὐτάμε ἀλλαξίαν Τραπ. Χαλδ. Ἐκάμαμεν ἀλλαιˬάν, ἔδωκα τὴν μούλαν μου ταὶ δκυˬὸ λίρες τ᾿ ἔπκιˬασα τὸν ἄπ-παρόν του Κύπρ. || ᾎσμ. Παππᾶ μ᾿, ἂν εἶσαι Χριστιˬανὸς κιˬ ἂν εἶσαι γαφτισμένος, κάμε ἀλλαξιˬὰ τὰ στέφανα καὶ βάλ᾿ τα ᾿ς τὴν κουμπάρα Κίμωλ. 3) Ἐνδυμασία ὡρισμένη κυρίως πρὸς ἀλλαγὴν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) : Πῆρε μαζὶ του μιˬὰ ἀλλαξιˬὰ ροῦχα σύνηθ. Ἕναν ἀλλαξίαν λώματα ἐπέμ᾿νανε με (μία ἀλλ. ἐνδύματα μοῦ ἀπέμεινεν)Χαλδ. β) Ὁ ἐσωτερικὸς ἱματισμός, τὰ ἐσώρουχα, τὰ ἀσπρόρρουχα πολλαχ. : Ἤβαλα ᾿ς τὴν πλύσι τρεῖς ἀλλαξὲς τοῦ καθενοῦς Ἄνδρ. 4)Ἐν γένει ἐνδυμασία πολλαχ. : Ἔκαμα μιˬὰν ἀλλαξὰ ροῦχα χειμωνικὰ Κρήτ. Ἡ νύφη ἐπῆρε τρεῖς ἀλλαξίες σκουτιˬὰ Μάν. Τὴ στολίσανα σὰ νύφ᾿ καὶ τὴ ρωτήσανα πο͜ιὰ ἀλλαξιˬὰ θέλ’ νὰ βάλ᾿ Προπ. (Πάνορμ.) Νά μ᾿ φκε͜ιάῃς δυˬὸ άλλαξιˬὲς Αἰτωλ. 5) Ἐπιρρηματ., ἐναλλὰξ Προπ. (Κύζ.) : Πάμε νὰ δουλέψωμε ἀλλαξιˬὰ (ἂς ὑπάγωμεν νὰ ἐργασθῶμεν ἐναλλὰξ εἰς τὰ ἰδικά μας καὶ τὰ ἰδικά σας κτήματα). Πβ. ἀλλαγή, ἄλλαξι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA