ἀλλαξίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλλαξίμι τό, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀλλαξίμιον = περιβολή, στολή, ἐνδυμασία. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασίλ. τάξ. 754,2 (ἔκδ. Βόννης) «ἀποθέσθαι τὰ ἑαυτῶν ἀλλαξίμια καὶ ἐπενδύσασθαι τὰ οἰκεῖα αὑτῶν σκαραμάγγια».
Σημασιολογία
Παιδίον καχεκτικόν, διότι προέρχεται κατὰ τὴν δοξασίαν τοῦ λαοῦ ἐξ ἀνταλλαγῆς τῶν νεράιδων, αἱ ὁποῖαι ἀφήρπασαν τὸ ὑγιὲς τῆς γυναικὸς καὶ ἔδωσαν τὸ ἰδικόν των.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA