ἀλλαξομουτσουνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξομουτσουνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαξομουτσουνιˬάζω Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Σῦρ. κ. ἀ. ἀλλαξουμ᾿τσουνιˬάζου Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. μούτσουνο.

Σημασιολογία

1) Ἀλλαξομουριˬάζω, ὃ ἰδ., ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλλαξομουτσούνιˬασε, ἃμα τὸν εἶδε Ὀλυμπ. Ἀλλαξουμ᾿τσούνιˬασα ἀπ᾿τοὺ πρήσ᾿μου Θεσσ. Σ᾿κώθ᾿κα ἀλλαξουμ᾿τσουνιˬασμένους ἀπ᾿ τοὺν ὕπνου, πρήσ᾿κι οὕλου τοὺ πρόσουπου μ᾿ Αἰτωλ. 2) Σκυθρωπάζω, συνοφρυοῦμαι Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοῦ εἶπα νὰ πὰ᾿ νὰ κάμ᾿ δ᾿λε͜ιὰ κιˬ ἀλλαξουμ᾿τσούνιˬασι. Κἄτ᾿ ἀλλαξουμ᾿τσουνιˬασμένουν σὶ γλιˬέπου σήμιρα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/