ἀλλαξοποδαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλαξοποδαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλλαξοποδαριˬὰ ἡ, Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. ποδάρι.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐπιδιόρθωσις τῶν πτερνῶν καὶ τῶν κατὰ τοὺς δακτύλους μερῶν τῶν περοποδίων, καλτσῶν. 2) Ἡ ἐκτροπὴ ἐκ τῆ ὁδοῦ, μεταβολὴ διευθύνσεως πορείας. Συνών. ἀλλαξοποδάριˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA