ἀλλαξοστόρησι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοστόρησι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλλαξοστόρησι ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. ἱστόρησι, παρ᾿ ὃ καὶ ᾿στόρησι.

Σημασιολογία

Ἀλλοίωσις τῆς ὄψεως ἕνεκα παθήσεως καὶ μάλιστα ἕνεκα ψυχικῶν παθῶν, οἷον φόβου, λύπης κττ. Συνών. ἀλλαξομοισίδιˬασμα, ἀλλαξομουτσούνιˬασμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/