ἀλλαξοστορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοστορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαξοστορίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. ἱστορία, παρ᾿ ὃ καὶ ᾿στορία.

Σημασιολογία

Ἀλλοιοῦμαι τὴν ὄψιν εἴτε ἐπὶ τὸ κρεῖσσον εἴτε ἐπὶ τὸ χεῖρον : Ὡς τοῦ τό ᾿πα, ἀλλαξοστόρισε. Πβ. ἀλλαξομουριˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/