ἀλλαξοφεγγαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοφεγγαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλλαξοφεγγαριˬὰ ἡ, σύνηθ. ἀλλαξοφεgαριˬὰ πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλάζω καὶ τοῦ οὐσ. φεγγάρι.

Σημασιολογία

1) Νέα σελήνη, νουμηνία σύνηθ. 2) Ἡ μετατροπὴ τῆς φάσεως τῆς σελήνης ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τετάρτου εἰς ἄλλο τέταρτον Κρήτ. : Δὲν κάνομὲνε bουγάδα, γιˬατὶ εἶναι ἀλλαξοφεgαριˬὰ (τὰ κατὰ ταύτην πλυνόμενα ἐνδύματα, ὡς πιστεύουν, σήπονται) .

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/