ἀλλαξοφορῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαξοφορῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαξοφορῶ Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Κυνουρ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. ἀλλάζω καὶ φορῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀντικαθιστῶ τὰ παλαιὰ καὶ καθημερινῆς χρήσεως ἐνδύματα διὰ καινουργῶν ἢ ἑορτασίμων, συνήθως ἡ μετοχ. ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλλαξοφορεμένος εἶναι σήμερο ὁ πατέρας μου, φαίνεται πῶς θὰ πάῃ ᾿ς τὸ πανηγύρι Κρήτ. 2) Ἐνδύομαι τὰ ἱερατικὰ ἄμφια ἐπὶ ἱερέως Θήρ. Πβ. ἀλλαξοφοριˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/