ἀλλαργεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλαργεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλαργεύω Ἄνδρ. Εὔβ. Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Κόρινθ. Λάστ. κ. ἀ.) — Λεξ. Βλαστ. ἀλλαργεύγω Κρήτ. Τῆλ. ἀλλαργεύου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. Σάμ. κ. ἀ. ἀλλαργεύγου Β. Εὔβ. Κυδων. ἀλλαργέγγου Τσακων. ἀλλαργέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿λαργεύω Ἤπ. ᾿λαργεύγω Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλλάργα.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι ἔνθ᾿ ἀν. : Μὴν ἀλλαργεύῃς, κἄτι νὰ σοῦ πῶ Βυτίν. Τὰ πρόβατα ἀλλάργεψαν Ἤπ. Τόπου παίρ᾿, τόπου ἀφί᾿, ἀλλάργιψι πουλὺ ᾿π᾿ τοὺ gόσμου (ἐκ παραμυθ.) Β. Εὔβ. Τὸ καράδι ὅλιˬου ἔκη ἀλλαργέγγουντα (τὸ καράβι ὅλο ἀπεμακρύνετο) Τσακων. Ἀλλάργευε ἀποδῶ! (μετ᾿ ἐμφάσεως. Συνών. φρ. φύγ᾿ ἀπεδῶ! χάσου!) Ἄνδρ. Ἀλλάργεψε τώρα! Ἤπ. || Παροιμ. Οὕλα τὰ πουλλιˬὰ ἀλλαργεύουσι κ᾿ οἱ σπουργῖτες ἀπομένουν (ἐπὶ τῶν μὴ τολμώντων νὰ ἀποδημήσουν πρὸς βελτίωσιν τῆς τύχης αὐτῶν, ἀλλὰ προτιμώντων νὰ δυστυχήσουν μένοντες εἰς τὴν πατρίδα) Λάστ. || ᾎσμ. Ὁ νεώτ-τερος κοντεύγει της κ᾿ ἐκείνη ἀλλαργεύγει κιˬ ὅσα πολλὰ κιˬ ἂν τῆς μιλᾷ, τίποτε δὲν πιστεύγει Τῆλ. Καὶ μετβ. ἀπομακρύνω Κέρκ. : Θὰ τὸν ἀλλαργέψω ἀπὸ κοντά μου. β) Ἀραιώνω τὰς κοινωνικὰς μετά τινος σχέσεις Ἤπ. 2) Ἀποδημῶ Ζάκ. Πελοπν. Συνών. ξενιτεύομαι. Πβ. ἀλλαργάρω, ἀλλαργένω, ἀλλαργώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/