ἀλλατουριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλατουριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλατουριˬάζω ἀμάρτ. ἀλλατουριˬάζου Ἤπ. Στερελλ. (Λεπεν.) Μέσ. ἀλλατ᾿ριˬάζουμι Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλλατοριάζω.
Σημασιολογία
1) Συμμειγνύομαι, συμφύρομαι, ἐπὶ τῶν ποιμνίων Στερελλ. (Λεπεν.) : Ἀλλατούριˬασαν τὰ κουπάδιˬα. 2) Μέσ. μεταφ. σκοτίζομαι, ζαλίζομαι Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA