ἀλλεγρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλεγρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλλεγρία ἡ, Κάλυμν.Κάσ. Κέρκ. Μέγαρ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) Τῆλ. κ. ἀ. ἀλλιγρία Ἤπ. Σάμ. Στερελλ. (Αίτωλ.) ἀλλιγριˬὰ Στερελλ. (Δωρ.) ἀλλέγριˬα Ἤπ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. allegria.
Σημασιολογία
1) Εὐθυμία, χαρά, φαιδρότης ἔνθ᾿ ἀν. : Αὐτὴ εἶναι οὕλο ἀλλεγρία Κάλυμν. Ζῇ μὶ ἀλλιγρία Ἤπ. Ἔχουμι τ᾿ς ἀλλιγρίις μας τοὺ βράδ᾿ Αἰτωλ. || ᾎσμ. Αφοῦ ᾿ὲ βλέπω τὸν μπαξὲ μὲ τὰ νερὰ τὰ κρύα, πῶς δύνομαι νὰ τραγουδῶ νὰ κάνω κιˬ ἀλλεγρία ; Κασ. Συνών. ἀλλεγράδα, ἀλλέγρο (ἰδ. ἀλλέγρος Β 1), ἀλλεγροσύνη 1. 2) Ἐλευθερία Μέγαρ. : Ἔφυγε ἡ μάννα τους τσ᾿ ἔχουν ἀλλεγρία τὰ παιδία. Ἔπαψε τὸ σκολεῖο τσ᾿ ἔχουμε ἀλλεγρία τώρᾳ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA