ἀλλέος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλέος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλλέος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)ἀλλέγιˬος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος. Πβ. ΣΨάλτην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6(1923)97 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀλλοῖος, διάφορος : Τῆ θεγατερός-ι-μ᾿ τ᾿ ἐνταρὶν ἀλλέον ἔν᾿ (τῆς θυγατρός μου τὸ ἀντερὶ διάφορον εἶναι) . Ἀλλέα μακαρόν ἐμαγέρεψεν. Συνών. ἀλλέικος, ἀλλεˬώτικος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA