ἀλλεστάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλεστάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλλεστάρω Θήρ. κ.ἀ. ἀλλεσταρίζω Ἄνδρ. Πελοπν. (Λακων.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. allestare == προετοιμάζω, διευθετῶ.
Σημασιολογία
Εἶμαι ἕτοιμος, πρόθυμος ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλλεσταρίζουdαι οἱ νέες γιˬὰ τὸν κλήδονα Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA