ἀλληθωρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλληθωρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλληθωρίζω (Ι)σύνηθ. ἀλληθωρίω Πόντ. (Ἰνέπ.)ἀλληθωρίζου Τσακων. ἀλλ᾿θουρίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀλληθουρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλλήθωρος (Ι) .

Σημασιολογία

Εἶμαι, γίνομαι παραβλώψ, πάσχω ἐκ στραβισμοῦ τῶν ὀφθαλμῶν ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα μου ἀλληθώρισα καὶ δὲ βλέπω καλὰ σύνηθ. || Φρ. Ἀλληθωρίεις καὶ ᾿κὲ καλογνωρίεις (ἀλλ. καὶ δὲν καλογνωρίζεις. Πρὸς τὸν μὴ καλῶς ἐννοοῦντα)Ἰνέπ. || Παροιμ. Ὅπ͜οιος κάτσῃ μὲ στραβὸ τὸ πρωὶ ἀλληθωρίζει (ὁ μετὰ κακῶν συναναστρεφόμενος γίνεται καὶ αὐτὸς ὅμοιος. Πβ. ἀρχ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσῃ»)πολλαχ. Ἂν κατσᾶρε μὲ κυφλέ, τὰ σύνταχα ἔσσ᾿ θ᾿ ἀλλη-θωρίσερε (συνών. τῇ προηγουμένῃ)Τσακων. Συνών. ἀλληθωριˬάζω, ἀλληθωρῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/