ἀλληλαδέρφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλαδέρφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλληλαδέρφι τό, Κρήτ. Κυκλ. ᾿λουλαδέρφι Κεφαλλ. μηλαδέρφι Κύθν. Πελοπν. (Αἴγ.)Σίφν. ᾿μηλαδέρφ᾿ Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ.)Σάμ. ᾿μπηλαδέρφι Πελοπν. (Λακων.)᾿μ᾿λαδέρφ᾿ Σάμ. Στερελλ. (Ἀρτοτ. Εὐρυταν. Λεπεν.)᾿μολαδέρφι Θρᾴκ. ᾿μουλαδέρφι Πελοπν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀλληλάδερφος.
Σημασιολογία
1)Ἀδελφὸς κατὰ σύμβασιν, ἤτοι τέκνον γονέως συνάψαντος δεύτερον γάμον μετ᾿ ἄλλου ὁμοίως ἐν χηρείᾳ διατελοῦντος ἐν σχέσει πρὸς τὸ τέκνον τού του ἐκτοῦ πρώτου γάμου Κρήτ. Συνών. ἀλληλοπρόγονο. 2)Ἀδελφὸς ἑτεροθαλὴς ἔνθ᾿ ἀν. : Τρώγουdι σὰ μ᾿λαδέρφιˬα Σάμ. 3)Ἀδελφὸς δίδυμ. Κυκλ. Πβ. *ἀλληλάδερφος. Ἡλ. ὑπὸτὸντύπ. Μηλαδέρφικαὶ ὡς τοπων. Κύθν. *ἀλληλάδερφος ὁ, ἀλλάδερφος Ἤπ. ἀλλ᾿νάδιρφους Ἤπ. ᾿ληνάδερφος Ἤπ.(Τσαμαντ.)᾿λολάδερφος Ἤπ. Κέρκ. ᾿λουλαδερφὸς Κεφαλλ. ᾿μηλάδερφος Κύθν. Πελοπν. (Μεσσ.)᾿μηλαδερφὸς Θρᾴκ. (Γέν. Σηλυβρ.)᾿μελάδερφος Ἤπ. ᾿μ᾿λάδιρφους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)᾿μ᾿λαδιρφὸς Μακεδ. Ἐκ τῆς ἀρχ. ἀλληλοπαθοῦς ἀντων. ἀλλήλων καὶ τοῦ οὐσ. ἀδερφός. Ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 30 (1919)Λεξικογρ. Ἀρχ. 38 κἑξ. Ἀδελφὸς ἑτεροθαλής. Πβ. ἀλληλαδέρφι. Ἡλ. ὑπὸτὸντύπ. Μηλαδέρφη καὶ ὡς τοπων. Εὔβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA