ἀλληλοβοήθεια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλοβοήθεια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλληλοβοήθεια ἡ, λόγ. σύνηθ. ἀλληνοούθ͜εια Κάρπ. ἀλληλοβοήθ͜εια Νάξ. (Ἀπύρανθ.)ἀλληλοβόθ͜εια Μακεδ. (Βογατσ. Καταφύγ.) ἀλληγόθ͜εια Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀ᾿ βούθ͜εια Θρᾴκ. (Μάδυτ.)᾿ ληνοβόθ͜εια Βιθυν. ᾿ληνοβούθ͜εια Δαρδαν. (Ὀφρύν.)᾿ληβόθ͜εια Μακεδ. (Βελβ.)Πληθ. ἀ᾿βούθ͜εια τά, Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀρχ. ἀλληλοπαθοῦς ἀντων. ἀλλήλων καὶ τοῦ οὐσ. βοήθεια.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ βοηθῇ ὁ εἷς τὸν ἄλλον, ἀμοιβαία βοήθεια ἔνθ᾿ ἀν. : Ἀλληβοήθ͜εια κάνομε καὶ πάω ᾿ὼ σήμερα καὶ δουλεύγω του κ᾿ ἔρχεται πάλ᾿ ἐκεῖνος αὔριο Ἀπύρανθ. Ἀλληβόηθ͜ειες κάνουνε ᾿φτοὶ (αὐτοὶ)αὐτόθ. β)Ἐπιρρηματ., κατὰ τρόπον ὥστε νὰ βοηθῇ ὁ εἷς τὸν ἄλλον Μακεδ. (Βελβ.) : Πααίνουμι – σκάφτουμι ᾿ληβόθ͜εια. 2) Συνεταιρικὴ χρῆσις ζεύγους βοῶν ὑπὸ δύο γεωργῶν, τῶν ὁποίων ἑκάτερος ἔχει ἀνὰ ἕνα βοῦν Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA