ἀλληλοβοηθῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλοβοηθῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλληλοβοηθῶ λόγ. σύνηθ. ἀλληλοβοηˬθῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀρχ. ἀλληλοπαθοῦς ἀντων. ἀλλήλων καὶ τοῦ ρ. βοηθῶ.
Σημασιολογία
Μόνον κατὰ πληθ., βοηθοῦμεν ἀλλήλους : Τὰ δυˬὸ ἀδέρφιˬα ἀλληλοβοηθοῦνται σύνηθ. Νά ᾿ρθῃς ν᾿ ἀλληλοβοηθηστοῦμεν ἐφέτι ποῦ ᾿μεστα μοναχοὶ κ᾿ οἱ δυˬὸ (νὰ παράσχωμεν ἀμοιβαίαν συνδρομὴν εἰς τὰς γεωργικὰς ἡμῶν ἐργασίας)Ἀπύρανθ. Ἀλληβοηθ͜ειόμεστα κ᾿ εἶναι δυˬὸ τρεῖς χρόνοι (ἀπὸ δύο τριῶν ἐτῶν βοηθοῦμεν ὁ εἷς τὸν ἄλλον κατὰ τὰς γεωργικὰς ἐργασίας)αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA