ἀλληλούια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληλούια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
ἀλληλούια ἐπιφών. κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)ἀλληλούγια Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπιφών. ἀλληλούια (αἰνεῖτε τὸν Κύριον) , ὃ ἐκ τοῦ Ἑβρ., εὔχρηστον ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ.
Σημασιολογία
1) Ἡ λ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, εἰς τὴν ὁποίαν φέρεται ὡς κατακλεὶς εὐχῶν ἢ ὕμνων ἔνθ᾿ ἀν. : Φρ. Κοντὸς ψαλμὸς ἀλληλούια (ἤτοι ὁ συντομώτερος ψαλμὸς εἶναι τὸ ἀλληλούια. Ἐπὶ συζητήσεως. ἡ ὁποία πρείπει νὰ τελειώσῃ συντόμως, ἢ ἐπὶ ὑποθέσεως, ἡ ὁποία πρέπει συντόμως νὰ ἀχθῇ εἰς πέρας ἄνευ ἀναβολῶν καὶ ματαίων μακρῶν συζητήσεων)κοιν. Εἶναι ἀλληλούια (ἐπὶ τοῦ μεθύσαντος. Ἡ σημασιολογικὴ μεταφορὰ πιθανῶς ἐκ τῆς ἀσταθείας τῶν ποδῶν καὶ τῶν ταλαντεύσεων τοῦ μεθύσου. Πβ. ἀλληλουιˬάζω)Ζάκ. Πελοπν. (Δημητσάν.)Ἀλληλούια (συνών. τῇ προηγουμένῃ)Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Σάμ. Ἔγινε ἀλληλούια ἀπὸ τὸ πολὺ πιˬεῖ (ἔγινεν ἀναίσθητος ἐκ τῆς μέθης)Ἤπ. Ἀλληλούια, ἀλληλούια, κέπασον (ἐπὶ πράξεως γενομένης μετὰ σπουδῆς)Χαλδ. 2) Ὡςοὐσ., φυτὸν σφαιριανθὲς τὸ ἄλυπον (globularia alypum) τῆς τάξεως τῶν σφαιριδιοφόρων (globulariaceae)Ζάκ. (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923)217)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA