ἀλλήλως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλήλως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλλήλως ἐπίρρ. Κρήτ. Ρόδ. κ.ἀ. ἀννήλως Σῦρ. ἀννήλιως Σῦρ. ἀλλήλους Κέρκ. ἀννήλους Μακεδ. (Βελβ. Μελέν. Χαλκιδ. κ.ἀ.)ἀννήλου Μακεδ. (Βέρ.)ἀλλήνους Βιθυν.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀλλήλως. Πβ. χρον. Μορ. στ. 197 (ἔκδ. JSchmitt) .«νὰ ἐλθοῦν κ᾿ ἐκεῖνοι μετ᾿ ἐσᾶς, νὰ ἑνωθῆτε ἀλλήλως». Τὸ ἀλλήλους καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Πρὸς ἀλλήλους, ἀμοιβαίως, συνήθως μετὰ τῶν προσωπικῶν ἀντων. μας, σας, των, τως, τους ἔνθ᾿ ἀν. : Ἐφαγώθησαν ἀλλήλως των Ρόδ. Ἀννήλους τρώγουdι Μελέν. Ὁ σπανὸς ποῦ ᾿κανε πῶς δὲν ἤκουε εἶdα λέανε οἱ δράκοι ἀννήλως τωνε (ἐκ παραμυθ.) Σῦρ. Ἀννήλου τ᾿ς ὁμιλοῦν βλάχικα Βέρ. Χτυπῶντας ἀλλήλους τους τοὺς βαρε͜ιούς τους κλώνους Κέρκ. Συνών. συναλλήλως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA