ἀλληστρατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλληστρατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλληστρατίζω Πελοπν. (Καλάμ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. στράτα.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ. τρέπομαι ἄλλην ὁδὸν ἀντὶ τῆς συνήθους, παίρνω ἄλλον δρόμον. Συνών. παραστρατῶ. 2) Μετβ. ἐπὶ μεταφ. σημ. κάμνω τινὰ νὰ ἀποβάλῃ τὸν εἰρμὸν τῶν σκέψεών του, νὰ χάσῃ τὴν σειρὰν τῶν συλλογισμῶν του, νὰ λησμονήσῃ ὅ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ : Μ᾿αλληστράτισες. || Φρ. Τὸν ἀλληστράτισα ᾿ς τὸ ξύλο (τὸμ ἔκαμα νὰ παραφρονήσῃ ἀπὸ τὸ πολὺ ξύλο) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA