ἀλλόνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλόνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Αντωνυμία
Τυπολογία
ἀλλόνας ἀντων. ἀόριστος Κύπρ. ἀλλείνας Πόντ. (Κερασ. Κατύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀλγιˬουνὲ Καλαβρ. (Καρδ.)Θηλ. ἀλλημιˬὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Οὐδ. ἄλλ᾿ να Καππ. (Φλογ.)ἄλλα Καππ. (Ἀξ.)ἄνα Καππ. (Γούρτον.)᾿ λέν Καππ. ᾿ λέμ Καππ. ᾿ λὲ Καππ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ ἀριθμτ. ἕνας, παρ᾿ ὃ καὶ εἷνας.
Σημασιολογία
Εἶς ἄλλος ἔνθ᾿ ἀν.:Ἔρθεν ἀλλείνας κιˬ ἄλλος Χαλδ. Ἀλλείναν κιˬ ἄλλο γυναῖκαν εἶδα αὐτόθ. Ἄλλ᾿ ἕναν κιˬ ἄλλο παιδὶν ἔρθεν (ἦλθε)αὐτόθ. || Φρ. Ἀλλημιˬᾶς μυρίζει (ἐνν. τὸ φαγητόν. Τὴν φρ. λέγει παίζων ὁ φαγὼν καλὸν καὶ μὲ ἁγνὸν βούτυρον παρασκευασμένον φαγητὸν ὡσεὶ ἤθελε νὰ εἴπῃ ὅτι τὸ φαγητὸν δὲν μυρίζει βούτυρον, ἀλλὰ ἔλειμμα, δηλ. λίπος, πράγματι δὲ ὑποδεικνύω ὅτι ἄλλην μία φορὰν θὰ ἐπεθυμει νὰ φάγῃ τὸ τοιοῦτον φαγητὸν)Σαρεκκλ. || ᾎσμ. Ἅμα σουρούπιασεν τὸ φῶς, ἐσκέφτηκα ἀλλόναν, νὰ πά᾿ νὰ πιάσω ᾿ πωρικὰ νὰ πάω᾿ ς τὴν κοκόναν (ἀλλόναν ἐνν. πρᾶγμα)Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA