ἀλλοπαίρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοπαίρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλλοπαίρνω ἀμάρτ. ἀλλοπαίρω Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ ρ. παίρνω.

Σημασιολογία

1)Μετβ. βλάπτω τὸν νοῦν τινός, ἐπὶ τῶν δαιμονίων, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν δοξασίαν τοῦ λαοῦ προσβάλλοντα αἰφνιδίως τινὰ καὶ δὴ τὸν κοιμώμενον εἰς ἄγριον τόπον ἀφαιροῦν τὰς φρένας αὐτοῦ: Ἐλλοπήρασίν τον οἱ νεράες (νεράιδες) . Μετοχ. ἀλλοπαρμένος=φρενοβλαβής, παράφρων. Πβ gυλ-λωμένος (ἰδ. ἀγκυλώνω Β5) , λαβωμένος(ἰδ. λαβώνω) . 2)Ἀμτβ. νομίζω τι ἐσφαλμένως, ἐκλαμβάνω τι ἀντ᾿ ἄλλου τινός: ᾎσμ. Νύχτα ᾿ τον σὰν ἐγιˬάηκα κ᾿ ἐξέσφαλα τὴ ρύμη κιˬ ἀλλόπηρα τὴ γειτονιˬὰ ὡσὰν ἀλλοπαρμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/