ἄλλοτε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλλοτε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄλλοτε ἐπίρρ. λόγ. κοιν. ἄλλοτες Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Τριφυλ. κ. ἀ.) Σίφν. Σῦρ. κ. ἀ. —Λεξ. Βλαστ. ἄλλουτι Σάμ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.) ἄλλουτις Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἄοτε Τσακων. ἀλλότε Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ. Τριφυλ.) ἀλλότες Ἄνδρ. Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ.) ἀότες Νάξ.(Φιλότ.) ἀλλότι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βελβ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλλότις Λέσβ. ἄλλοντας Σύμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἄλλοτε. Τὸ ἀλλότες καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 65 (ἔκδ. Wagner σ. 65) «ἀλλότες ἀτιμάζουν τον κι ἀλλότες ἀτιμάζει». Ὁ καταβιβασμὸς τοῦ τόνου κατὰ τὸ ὁπότε. Διὰ τὸ ἄλλοντας πβ. ἀφόντας, ὅντας κττ.

Σημασιολογία

Ἐν ἄλλῳ χρόνῳ, ἄλλην φορὰν ἔνθ᾽ἀν.: Ἄλλοτε νὰ μὴ τὸ κάμῃς. Ἄλλοτε ἦσαν καλύτερα τὰ πράματα. Τὸν εἶδα ἄλλοτε. Ἄλλοτε μᾶς ἔρχονται καὶ ἄλλοτε τοὺς πάμε (ὁτὲ μέν... ὁτὲ δὲ...) Ἄλλοτε νηστικός, ἄλλοτε διψασμένος κοιν. Ἀότες ποῦ ᾽μαστενε μικροὶ Φιλότ. Ἀλλότε ᾽τεῖ τιˬ άλλότε ᾽δῶ Τρίκκ. Τοὶς ἄλλουτις (πρὸ ἡμερῶν. Τὸ ἄρθρ. τοὶς κατὰ τὸ τοὶς ἄλλες, τοὶς προάλλες) Ἀδριανούπ. ‖ Φρ. Κἄπουτι κιˬ ἀλλότι (ἀργὰ καὶ κἄποτε, μετὰ πολλὴν ὥραν, μετὰ πολὺν χρόνον) Βελβ. ‖ ᾌσμ. Ἀλλότες ἦταν οἱ καιροὶ |ὅπου σ᾽ ἀγάπουν, λυγερὴ Κρήτ. Ἄλλοντας ἦτον ὁ καιρὸς ποῦ πάενα πετῶντας, τώρᾳ μοῦ ᾽κόψαν τὰ φτερὰ καὶ πάω πορπατῶντας Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/