ἀλλότριˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλότριˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλότριˬος ἐπίθ. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν.(Δημητσάν. κ.ἀ.)ἀλλότ-τριˬος Χίος (Πυργ.)ἀλλόθριˬος Πελοπν.(Ἀρκαδ.)ἄλλοτρος Πελοπν.(Ἀρκαδ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Λάστ. κ.ἀ)ἄλλοστρο Καππ.(Ἀνακ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀλλότριος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐξ ἄλλης χώρας καταγόμενος, ξένος (ἐν τῇ σημ. ταύτῃ ἡ λ. μᾶλλον ὡς οὐσ.)Καππ.(Ἀνακ.)Πελοπν.(Ἀρκαδ. κ.ἀ.): Φρ. Ξένος καὶ ἀλλότριˬος Πελόπν. || ᾎσμ. Τοῦ Κωσταντίνου τὸ παιδί, τὸ μικρὸ Κωνσταντῖνος, πῆγεν ηὗρεν τὴ μάννα του μὲ τ᾿ἄλλοστρο καὶ πίνει Ἀνακ. Συνών. ἀλλοκοσμίτης, ἐξωμερίτης, ξενομερίτης, ξένος, ξενοχωρίτης. Πβ. ἀλλοχωριˬανός. β)Ὁ ἐν ξένη γῆ εὑρισκόμενος, ὁ ἀποδημήσας Ἤπ. κ.ἀ. ᾎσμ. Ξενιτεμένο μου πουλλὶ κιˬ ἀλλότριˬο μου γεράκι, ἡ ξενιτ͜ειὰ σὲ χαίρεται κ᾿ἐγὼ πίνω φαρμάκι Ἤπ. Συνών. ξενιτεμένος (ίδ. ξενιτεύω) . 2) Ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχὴς Πελοπν.(Ἀρκαδ. Γορτυν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λάστ. κ.ά.) : Ἄλλοτρος ἄνθρωπος Καλάβρυτ. Ἔχω ἕνα ἄλλοτρο βόιδι, κοντεύει νὰ μοῦ ψοφήσῃ αὐτόθ. Τόνε ταΐζουνε ἕν᾿ἀλλόθριˬο ψωμί, μαῦρο καὶ σφιχτό, καὶ προσφάγ͜εια ἀλλόθριˬα, μαῦρα καὶ μαγαρισμένα (ἐκ παραδ.)Ἀρκαδ. Συνών. ἀλλοτρούλλης. 3) Ὁ ἠλλοιωμένος τὴν μορφήν, παραμεμορφωμένος Ἤπ. Συνών. ἀλλαξοπρόσωπος , ἀλλοσούσουμος, ἀλλότριˬος, ξαλαγμένος (ἰδ. ξαλλάζω)β) Ὁ βεβλαμμένος σωματικῶς καὶ διανοητικῶς, ἐπὶ τοῦ κατὰ τὴν δοξασίαν τοῦ λαοῦ ὑπὸ τῶν νεράιδων ἀνταλλασσομένου ἰδίου παιδίου, τὸ ὁποῖον ἔχει ἐλαττώματα σωματικά καὶ διανοητικά, πρός τὸ ὑγιὲς τῆς γυναικὸς Κεφαλλ. Πβ. ἀλλαξίμι, ἀλλαχτόςΒ 2,ἀλλοϊνός γ) Ζωηρός, ἄτακτος, ἐπὶ παιδίου ἕνεκα διανοητικῆς ἀνωμαλίας προερχομένης ἐξ ἐπηρείας τῶν πονηρῶν πνευμάτων Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/