ἀλλοῦθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλοῦθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀλλοῦθε ἐπίρρ. Καππ.(Σινασσ.)Πελοπν.(Κόρινθ. Λακων, Λάστ. Μαζαίικ., Οἰν. Τριφυλ. κ.ἀ.)ἀλλοῦθι Ἤπ. Θέσσ. Κορς. Στερελλ.(Αἰτωλ.)κ.ἀ. ἀλλοῦθιν Θεσσ. ἀλλούθενε Πελοπν.(Κορινθ.)ἀλλούθενες Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ επιρρ. ἀλλοῦκαὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. –θε. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ παντοῦθε κατὰ τὸ ἐκεῖθε, ποῦθε κττ. Οἱ τύπ. ἀλλούθενε καὶ ἀλλούθενες ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀλλοῦθεν, ὅθεν καὶ τὸ ἀλλοῦθιν.

Σημασιολογία

1)Εἰς ἄλλον τόπον, ἀλλαχοῦ ἔνθ. ἀν.: Πηγαίνω ἀλλοῦθε πολλαχ. Ἕφ᾿ γι ἀπ᾿ἀλλοῦθι Αἰτωλ. || Φρ. Ἀλλούθι τοῦν ἀλλοῦθι (ἄνω κάτω)Θεσσ. 2)Ἀπὸ ἄλλο μέρος, ἄλλοθεν Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) : Ἀλλούθενε ἦρθε Κορινθ. Δὲν ἔχεις ἀλλούθενες νὰ περάσῃς (δὲν δύνασαι νὰ διέλθῃς ἄλλοθεν)Καλάβρ. Πβ. ἀλλαχοῦ, *ἄλλῃ, ἀλλοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/