ἀλλόφυλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλλόφυλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλλόφυλος ἐπίθ. Νίσυρ. Πελοπν.(Βούρβουρ. Μάν.)Πόντ.(Κερασ.)–Λεξ. Περίδ. ἀλλόφυλους Στερελλ. (Αἰτωλ.)ἀλλόφ᾿ λους Ἤπ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀλλόφυλος.

Σημασιολογία

1)Ὁ άνήκων εἰς ἄλλην φυλήν, ἀλλοεθνής, ἀλλόθρησκος Νίσυρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.)Πόντ. (Κερασ.)–Λεξ. Περίδ.: Γνωμ. Ποτέ σου νὰ μὴ κάμῃς ἀλλόφυλο φίλο Νίσυρ. 2)Μεταφ. βάρβαρος, ὠμός, σκληρὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Ντίπ ἀλλόφυλους εἶν᾿αὐτός! Ἀλλόφυ᾿ εἶσι, καηˬμένη! β)Κακῶς ἀνατεθραμμένος, ἀνάγωγος, ἐπὶ παιδίου Ἤπ. γ) Φοβερὸς ἕνεκα ἀλλοιώσεως τῆς ὅψεως διὰ νόσον σωματικὴν ἤ ψυχικὴν Ἤπ. δ)Παράξενος Ἤπ.: Ἀλλόφ᾿ λου σπίτ᾿ - χρῶμα κττ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. άλλοτινὸς 1 γ.ε)Σατανᾶς, διάβολος, ἀντίχριστος Ἤπ. Πβ. ἀλλόπιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/