ἀλλοχωριˬανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλλοχωριˬανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλλοχωριˬανὸς ὁ, Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. χωριˬανός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξ ἄλλου χωρίου καταγόμενος. Πβ. ἀλλοκοσμίτης, ἀλλότριˬος, ἐξωμερίτης, ξενομερίτης, ξένος, ξενοχωρίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA